αναπλώρισμα

αναπλώρισμα
το мор. разворачивание против ветра

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναπλώρισμα" в других словарях:

  • αναπλώρισμα — το, ατος στροφή του πλοίου με την πλώρη αντίθετη προς τον άνεμο: Ο καιρός είχε αγριέψει πολύ και το αναπλώρισμα δεν ήταν εύκολο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπρωρίζω — και αναπλωρίζω και αναπρωρώ ( έω) 1. πλέω ανάπρωρα, αντίθετα προς την κατεύθυνση τού ανέμου 2. στρέφω το πλοίο έτσι ώστε η πλώρη του να είναι αντίθετα προς τον άνεμο 3. (για πλοίο) στέκομαι ή παίρνω στάση ώστε η πλώρη να είναι αντίθετα προς τη… …   Dictionary of Greek

  • αναπρώρηση — η και αναπλώρισμα, το 1. πλους αντίθετα προς την κατεύθυνση τού ανέμου, πλους με την πλώρη αντίθετα στο ρεύμα 2. στροφή αγκυροβολημένου πλοίου με την πλώρη προς την κατεύθυνση τού ανέμου που πνέει αντίθετα ή προς το ρεύμα που κατεβαίνει αντίθετα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»